- κασσίτερος
- Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sn· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 50, ατομική μάζα 118,70 και δέκα σταθερά ισότοπα. Δεν είναι πολύ διαδεδομένος στη φύση, βρίσκεται όμως σε κοιτάσματα –αρκετά πλούσια– με τη μορφή του κασσιτερίτη (SnO2). Ο κ. είναι γνωστός από την προϊστορική εποχή και τον χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή κραμάτων του τύπου του ορείχαλκου. Είναι μέταλλο αργυρόλευκο, τήκεται στους 232°C, βράζει στους 2.270°C και έχει ειδικό βάρος 7,31. Ανθεκτικός στις ατμοσφαιρικές συνθήκες, αντιδρά μόνο σε υψηλές θερμοκρασίες με το οξυγόνο, για να σχηματίσει τα οξείδια του κ. Είναι αρκετά ελατός περίπου στους 100°C και μπορεί να μετατραπεί σε λεπτότατα φύλλα και σύρμα. Προσβάλλεται σε συνήθη θερμοκρασία από το νιτρικό, το θειικό και τα αλογονικά οξέα, για να σχηματίσει διοξείδιο του κ., θειικό κ. και τα αλογονούχα παράγωγα του κ. αντίστοιχα. Υπάρχει σε τρεις αλλοτροπικές μορφές: λευκός τετραγωνικός, φαιός κυβικός και ρομβικός.
O κ. εξάγεται από τον κασσιτερίτη (SnO2), ο οποίος συνυπάρχει με θειούχα ορυκτά του αρσενικού. Με φρύξη του κασσιτερίτη, το θείο και το αρσενικό οξειδώνονται προς τα αντίστοιχα οξείδια SO2 και As2O3· το As2O3 εξαχνώνεται με ερυθροπύρωση σε θερμοκρασία πάνω από 1.000°C και αποτελεί πολύτιμο υποπροϊόν, ενώ το SnO2 που παραμένει μετά την πύρωση αυτή, ανάγεται με άνθρακα για να ληφθεί τελικά ο κ. Ο ακατέργαστος κ. που εξάγεται με τον τρόπο αυτό καθαρίζεται με τήξη. Λαμβάνεται επίσης και με την αποσιδήρωση του λευκοσιδήρου, αν επεξεργαστεί με ξηρό χλώριο, που αντιδρά με τον κ. χωρίς να προσβάλλει τον σίδηρο· τότε σχηματίζεται χλωριούχος κ. που δίνει με απόσταξη το μέταλλο.
Ο κ. σχηματίζει δύο τύπους ενώσεων: στις ενώσεις του ενός τύπου συμπεριφέρεται σαν μέταλλο (κατιόν)· στις ενώσεις του άλλου σαν αμέταλλο και αποτελεί το κεντρικό άτομο μιας ανιονικής ρίζας. Και στους δύο τύπους εμφανίζει σθένος 2 και 4 και σχηματίζει αντίστοιχα κασσιτερούχες και κασσιτερικές ενώσεις.
Από τις ενώσεις των πρώτων τύπων αναφέρουμε τον χλωριούχο υποκασσίτερο SnCl2 που παρασκευάζεται με επίδραση υδροχλωρικού οξέος σε κ., αντίδραση που εφαρμόζεται στην αναλυτική χημεία για τις αναγωγικές ιδιότητες του SnCl2. Ο χλωριούχος κ. (SnCl4), που παρασκευάζεται αν περάσει ρεύμα χλωρίου από τον χλωριούχο υποκασσίτερο, χρησιμοποιείται στη βαφική για την αύξηση της φωτεινότητας της μάζας και της βαφικότητας της μετάξης. Ο θειούχος υποκασσίτερος (SnS–) παραλαμβάνεται με θέρμανση του αμαλγάματος του κ. με θείο και χλωριούχο αμμώνιο, σε κίτρινα φωτεινά λέπια, όμοια με χρυσό· χρησιμοποιείται για τη διακόσμηση πλαισίων και ξύλινων αντικειμένων, αλλά σήμερα έχει αντικατασταθεί από μεταλλικά κράματα αργιλίου και χαλκού. Το οξείδιο του κ. SnO2 αποτελεί το ορυκτό κασσιτερίτης και παρασκευάζεται με θέρμανση του κ. σε ρεύμα οξυγόνου. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή ενώσεων του κ. σε γυαλιά και κεραμικά σμάλτα.
Με επεξεργασία διαλύματος χλωριούχου υποκασσίτερου με ανθρακικά άλατα παραλαμβάνουμε το υδροξείδιο του δισθενούς κασσίτερου (υποκασσίτερος) Sn(ΟΗ)2, αδιάλυτο στην καυστική αμμωνία, διαλυτό στα οξέα και στα καυστικά αλκάλια και με αναγωγικές ιδιότητες. Αν επεξεργαστεί με ισχυρά οξέα, σχηματίζονται άλατα του κ., ενώ με ισχυρές βάσεις δίνει τα κασσιτερώδη αλκάλια, με κυριότερο το κασσιτερώδες νάτριο Na3SnO3.3Η2Ο, το οποίο χρησιμοποιείται ως στυπτικό στη βαφική και για να γίνει άκαυστο το βαμβάκι.
Επειδή ο κ. μένει αναλλοίωτος, εφαρμόζεται για την επικάλυψη μετάλλων –όπως του σιδήρου– που δεν αντέχουν στον αέρα και σε άλλες χημικές επιδράσεις. Μεγάλη επίσης εφαρμογή έχει ο κ. στην παρασκευή κραμάτων, όπως οι ορείχαλκοι (χαλκός και κ.), τα αμαλγάματα (υδράργυρος και κ.), τα τυπογραφικά κράματα (κ., μόλυβδος και αντιμόνιο). Το κασσιτερόφυλλο (κ. σε λεπτότατα φύλλα) το χρησιμοποιούσαν άλλοτε για τη συντήρηση ειδών διατροφής, αλλά σήμερα έχει αντικατασταθεί –εξαιτίας του μεγάλου κόστους του– από φύλλα πλαστικής ύλης ή αλουμινίου (αλουμινόχαρτο). Εντομοκτόνα με βάση οργανικές ενώσεις του κ. χρησιμοποιούνται στη γεωργία και στις βιομηχανίες ξύλου και χάρτου.
Κασσιτερίτης με πρισματική μορφή.
* * *ο (AM κασσίτερος, Α και αττ. τ. καττίτερος)αργυρόλευκο και στιλπνό μέταλλο που χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση μετάλλων, την επίχριση τής επιφάνειας τών μαγειρικών σκευών και την κατασκευή καθρεφτών, κν. καλάι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., ελαμιτικής πιθ. καταγωγής από *kassi-ti-ra «μέταλλο από τη χώρα τών Κασσιτών».ΠΑΡ. κασσιτερίδες, κασσιτέρινος, κασσιτερώαρχ.κασσιτεράς, κασσιτήριον.ΣΥΝΘ. κασσιτεροποιός, κασσιτερουργόςνεοελλ.κασσιτεροκόλληση, κασσιτερούχος, κασσιτεροφόρος, κασσιτερώδης].
Dictionary of Greek. 2013.